- μετάλλινος
- -η, -οο κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μεταλλικός: Χάραξε το σχέδιο πάνω σε μια μετάλλινη επιφάνεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετάλλινος — η, ο κατασκευασμένος από μέταλλο («μετάλλινο κιβώτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ασκοδάβλα — η (Μ ἀσκοδάβλα) 1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο 2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»] … Dictionary of Greek
ατμομανδύας — ο μετάλλινος χιτώνας διπλού τοιχώματος, ο όποιος περιβάλλει αντικείμενα για να τα διατηρεί θερμά με διοχέτευση ατμού στο ενδιάμεσο διάκενο … Dictionary of Greek
διωρυγόκλειθρο — το μετάλλινος κινητός υδροφράχτης διώρυγας … Dictionary of Greek
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
καβίλια — η γόμφος ξύλινος ή μετάλλινος, βλήτρο, μπουλόνι 2. ναυτ. είδος σχοινιού με λεπτό άκρο, για να περνά εύκολα από μικρά ανοίγματα ή από τις τροχαλιοθήκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caviglia] … Dictionary of Greek
καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… … Dictionary of Greek
καπνοσωλήνας — ὁ ο μετάλλινος σωλήνας μέσω τού οποίου ο καπνός θερμάστρας διοχετεύεται στην καπνοδόχο και από εκεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, το μπουρί … Dictionary of Greek
κλάπα — η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ) νεοελλ. 1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες 2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές 3. καθεμιά από τις σανίδες … Dictionary of Greek